ἡλιακά

ἡλιακά
ἡλιακός
of the sun
neut nom/voc/acc pl
ἡλιακά̱ , ἡλιακός
of the sun
fem nom/voc/acc dual
ἡλιακά̱ , ἡλιακός
of the sun
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἠλιακά — Ἠλιακός of neut nom/voc/acc pl Ἠλιακά̱ , Ἠλιακός of fem nom/voc/acc dual Ἠλιακά̱ , Ἠλιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιακάς — ἡλιακά̱ς , ἡλιακός of the sun fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιακό αυτοκίνητο — Αυτοκίνητο, που για την κίνησή του χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας ο Ήλιος. Αν και η σχεδίαση των αυτοκινήτων αυτών παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, τα σχήματά τους είναι δυνατόν να χωριστούν στις εξής τέσσερις κατηγορίες: α) Ενιαίο αμάξωμα και… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • Риан критский — ( Ρίανός) грамматик и поэт, живший во второй половине третьего века до Р. Х. Из его грамматических сочинений известна работа над Илиадой и Одиссеей , о которой много упоминаний в сколиях к Гомеру. Как александрийский поэт, он был автором ученых… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • HOROSCOPA Vasa — apud Plin. l. 2. c. 71. et 72. Qua de causa ad Oceanum navigames, quamvis brevissimo die vincunt spatia nocturnae navigationis, ut Solem ipsum comitantes, vasaque Horoscopa non ubique eadem sunt usui in trecentis stadiis, aut ut longissime, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

  • γνωμονικός — γνωμονικός, ή, όν (Α) [γνώμων] 1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια 3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική) η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”